ἐλεεινότης

ἐλεεινότης
ἐλεεινότης, ητος, ,
A = ἔλεος, Sch.E.Or.960.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐλεεινότητα — ἐλεεινότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότητος — ἐλεεινότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεεινότητα — η (ΑΜ ἐλεεινότης) νεοελλ. 1. ποταπότητα, αχρειότητα 2. πληθ. ελεεινές πράξεις μσν. αθλιότητα, αμαρτωλότητα (ως έκφραση ταπεινοφροσύνης) αρχ. έλεος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”